Καισάρεια

Καισάρεια
I
Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος ασπάστηκε τη νέα θρησκεία ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που έγινε επίσκοπος. Το 55 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος, επιστρέφοντας από τη Μικρά Ασία, έμεινε λίγες ημέρες στην K., όπου τον φιλοξένησε ο Απόστολος Φίλιππος. Αργότερα, η Κ. κυριεύθηκε από τους Σαρακηνούς και στη συνέχεια από τους Άραβες και τους Σταυροφόρους.
2. Πόλη της Παλαιστίνης, κοντά στις εκβολές του Ιορδάνη. Ονομαζόταν Πανιάς από ένα σπήλαιο αφιερωμένο στον Πάνα. Ο Φίλιππος, γιος του Ηρώδη, τη μετονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου.
3. Πόλη της Μαυριτανίας, στη βόρεια Αφρική. Ο Ιόβας B’ την εξωράισε και της έδωσε την ονομασία αυτή προς τιμήν του Αυγούστου.
4. Πόλη της Βιθυνίας. Βρισκόταν ΒΔ της Προύσας και ονομαζόταν επίσης Σμυράλκεια και Σμυρδιανή.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 693 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας. Στην περιοχή σώζονται κατάλοιπα αρχαίας πόλης, τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν στην αρχαία πόλη της δυτικής Μακεδονίας Καισάρεια.
III
(Kayseri). Πόλη (524.818 κάτ. το 2000) της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (16.917 τ. χλμ., 1.060.432 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στους βόρειους πρόποδες του όρους Ερτζιγιάς Νταγ (κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αργαίος), σε υψόμετρο 1.055 μ., σχεδόν στο κέντρο της Aνατολίας, σε μια εύφορη γεωργική ζώνη με ήπιο κλίμα.
Η αρχική ονομασία της Κ. ήταν Μάζακα, από τη μεγάλη καππαδοκική θεότητα Μα. Αργότερα ονομάστηκε Ευσέβεια από τον βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη τον Ευσεβή. Όταν το 20 μ.Χ. ο Τιβέριος έκανε την Καππαδοκία ρωμαϊκή επαρχία, τη μετονόμασε Κ. προς τιμήν του θετού πατέρα του, Καίσαρα Αυγούστου. Εκεί γεννήθηκε ο άγιος Bασίλειος, ο ιδρυτής του ομώνυμου μοναστικού τάγματος, ο οποίος έχτισε τον 4ο αι. μία εκκλησία και ένα μοναστήρι στα βόρεια της πόλης, προσελκύοντας χιλιάδες χριστιανούς μοναχούς. Επίσης, ο ίδιος ίδρυσε και τη Βασιλειάδα, συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία).Η Κ. ήταν πρωτεύουσα της Καππαδοκίας και έδρα ορθόδοξου μητροπολίτη, ο οποίος, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη, ήταν στην ιεραρχία πρώτος μετά τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης· γι’ αυτό είχε τον τίτλο Πρωτόθρονος, Υπέρτιμος των Υπερτίμων και Έξαρχος πάσης Ανατολής. Ο μητροπολίτης έμενε στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, στη γειτονική κωμόπολη Ζιντζίντερε (Φλαβιανά). Η πόλη, αφού κατελήφθη από τους Άραβες, τους Σελτζουκίδες, τους Mογγόλους και τους Mαμελούκους, το 1515 αποτέλεσε οριστικά τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι σύγχρονες συνοικίες της Κ. εκτείνονται γύρω από το γραφικό μεσαιωνικό της κάστρο, το οποίο περιβάλλεται από ογκώδη τείχη και περικλείει την παλιά πόλη, που χαρακτηρίζεται από στενοσόκακα και χαμηλά σπιτάκια. Η πόλη διαθέτει πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία, τα περισσότερα από τα οποία είναι σελτζουκικής τέχνης, όπως το Ουλού τζαμί (που έχτισε το 1135 ο Μελίκ Μεχμέτ Γαζή), το τζαμί και το μαυσωλείο Xoνάτ Χατούμ (κτίσμα του 1237) και ο μεντρεσές Σαχαμπιέ (κτίσμα του Σελτζούκου βεζίρη Σαχίπ Ατά, 1267). Τα τείχη της, αρχικό κτίσμα του Ιουστινιανού, συμπληρώθηκαν αργότερα από τους διάφορους κατακτητές (Σελτζούκους, Καραμάνογλου, Οθωμανούς).
Σήμερα η Κ. έχει εξελιχθεί σε εμποροβιομηχανικό κέντρο με παράλληλη ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας (αποτελεί κέντρο διανομής γεωργικών προϊόντων, ενώ είναι έδρα κλωστοϋφαντουργιών –περίφημα είναι τα μάλλινα και τα μεταξωτά χαλιά της–, βιομηχανιών τροφίμων, μηχανημάτων, κατεργασίας δερμάτων και τσιμέντου). Συνδέεται οδικά, σιδηροδρομικά και αεροπορικά με την Άγκυρα και άλλες πόλεις της Τουρκίας.
Η άλλοτε ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της Κ. με τις δύο ενορίες, την Αστική Σχολή, το παρθεναγωγείο και το νηπιαγωγείο, αριθμούσε το 1924, με την έξοδο του ελληνισμού, μόλις 1.000 άτομα. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Καισαριώτες λόγω του ανεπτυγμένου εμπορικού τους πνεύματος ξενιτεύονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας: Πόλη, Σμύρνη, Σαμψούντα, Άδανα, Μερσίνα.
Το μαυσωλείο Χονάτ Χατούμ (1237), αξιόλογο μνημείο σελτζουκικής τέχνης στην Καισάρεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καισάρεια — η όνομα πολλών πόλεων, από τις οποίες σπουδαιότερη είναι η πόλη της Καππαδοκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καισάρεια — Καισάρειος elephant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Αλεκτορίδης, Νικόλαος — (Καισάρεια 1874 – Αθήνα 1909). Ζωγράφος. Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Καλλιτεχνικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Είχε ιδιαίτερη επίδοση στο τοπίο, ακολουθώντας την τεχνοτροπία κυρίως της… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος — (Καισάρεια, Μικρά Ασία 1883 – Αθήνα 1958). Πανεπιστημιακός. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορες κοινότητες της Τουρκίας, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών (έως το 1913) και έπειτα στη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”